- συνυπολαμβάνω
- Μυποστηρίζω κάποιον από κοινού με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὑπολαμβάνω «υποστηρίζω, βοηθώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνυπόληψις — ήψεως, και δωρ. τ. συνυπόλαμψις, άμψεως, ἡ, Α [συνυπολαμβάνω] η ενέργεια τού συνυπολαμβάνω*, υποστήριξη, βοήθεια … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek